-
1 управление
управлениес1. (действие) ἡ διεύθυνση[-ις]. ἡ διοίκηση [-ις]:\управление государством ἡ διοίκηση τοῦ κράτους· \управление самолетом ἡ διακυβέρνηση ἀεροπλάνου·2. (учреждение) ἡ διεύθυνση:главное \управление ἡ κεντρική διεύθυνση·3. (совокупность приборов, механизмов) ἡ λειτουργία, ἡ διεύθυνση [-ις]:автоматическое \управление ἡ αὐτόματη λειτουργία· рулевое \управление κυβερνούμενο μέ πηδάλιο, πηδαλιουχούμενον4. грам. τό συμπλήρωμα· ◊ оркестр под \управлением... ἡ ὁρχήστρα ὑπό τήν διεύθυνσιν.. -
2 управление
-я ουδ.1. διεύθυνση•управление оркестром, хором διεύθυνση ορχήστρας, χορωδίας•
центральное статистическое управление κεντρική στατιστική διεύθυνση.
|| οδήγηση•управление автомобилем οδήγηση αυτοκινήτου.
2. η κυβέρνηση• διοίκηση•управление государством διακυβέρνηση του κράτους•
методы -я μέθοδες διοίκησης.
|| η αρχή•городское управление δημαρχείο (το συμβούλιοή το κτίριο).
3. διεύθυνση, χειρισμός (για μηχανισμούς)•автоматическое управление αυτόματη διεύθυνση•
рулевое управление πηδαλιουχία.
4. (γραμμ.) καθορισμός της πτώσης μιας λέξης από μια άλλη•глагольное управление καθορισμός της πτώσης από το ρήμα•
предложное управление καθορισμός της πτώσης από την πρόθεση.
εκφρ.терять управление – παύω να πηδαλιοχούμαι, να διευθύνομαι (για αεροπλάνο κ.τ.τ.). -
3 порт
I. 1. (специально оборудованное место для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι, ο λιμένας, (воздушный) о αερολιμέναςтерритория - а η περιοχή/ζώνη το - ού2. (приморский город со специально оборудованным местом для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι. II.мор. (отверстие в борту судна или в фальшборте для прохода людей, для погрузки и разгрузки с нижней палубы) η θυρίδα, το πορτέλο (ξεν.), το άνοιγμα στην πλευρά του σκάφουςвходной - της εισόδου/επιβίβασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порт